Ομιλία Γενικού Διευθυντή ΥΠΕΞ στα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής "HOPE FOR CYPRUS" του Γιώργου Τορναρίτη, στην Αθήνα
Ο Balthus είχε κάποτε πει ότι "η ζωγραφική είναι πηγή ατέλειωτης ευχαρίστησης, αλλά επίσης και μεγάλης αγωνίας". Νομίζω πως ο αφορισμός αυτός βρίσκει την εφαρμογή του στην τέχνη του Γιώργου Τορναρίτη και ειδικότερα στις δύο χρονολογικές περιόδους στις οποίες θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει τις πηγές έμπνευσης και τη θεματολογία του: την πριν και τη μετά το 1974. Το ορόσημο αυτό έχει σημαδέψει καθοριστικά όλους τους Κυπρίους της γενιάς του και εξακολουθεί, 40 χρόνια μετά, να μας προσδιορίζει με διάφορους τρόπους. Δεν είναι όμως η σημερινή ευκαιρία η πιο κατάλληλη για να επεκταθώ επ' αυτού.
Πριν την τουρκική εισβολή, ο Γιώργος Τορναρίτης εμπνέεται και ζωγραφίζει την Κύπρο και τους ανθρώπους της με τον ανέμελο τρόπο που χαρακτήριζε τη ζωή μας πριν την τραγωδία. Άρχισε να ζωγραφίζει στα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Η έκθεση του, στην Αμμόχωστο το 1969, μαζί με τον επίσης καταξιωμένο, Βρετανό [εγώ θα έλεγα συμπατριώτη μας] ζωγράφο John Corbidge, αποτελεί ήδη πολιτιστικό γεγονός.
Όπως ανέφερε τότε ο Corbidge, ο Γιώργος Τορναρίτης εκπλήσσει πολλούς με την ευαισθησία του και την έκφραση με τα χρώματα των φόβων, των αμφιβολιών και των ψυχικών καταστάσεων, που δεν βρίσκουν άλλη διέξοδο από τη ρουτίνα της καθημερινότητας.
Η έκθεση εκείνη καταγράφεται και στα κοινωνικά χρονικά της εποχής, γιατί ο Γιώργος Τορναρίτης, χωρίς να έχει οποιαδήποτε "ακαδημαϊκή", αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τον όρο, προπαίδεια ή εκπαίδευση στη ζωγραφική, παρουσιάζεται στο κυπριακό κοινό για πρώτη φορά και μάλιστα με επιτυχία.
Στην Κύπρο της δεκαετίας του '60 δεν ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ένας επιφανής, 35χρονος, καταξιωμένος δικηγόρος, με λαμπρές σπουδές στο Cambridge και στο Λονδίνο, γιός του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, νομικής κορυφής και αυθεντίας, ιδιαίτερα στον χώρο του Αγγλοσαξωνικού Δικαίου, να καταπιάνεται με τα εικαστικά. Εξεπλάγησαν, βέβαια, όσοι δεν γνώριζαν τον Γιώργο, ή γνώριζαν μόνο την επαγγελματική και επιστημονική του φήμη ή, απλά, τη μεγαλοαστική κοινωνική του προέλευση.
Ο Γιώργος, όμως, από παιδί υπήρξε πνεύμα έντονα ανήσυχο, με ευρεία ενδιαφέροντα και ευαισθησίες, που στη συνέχεια τον οδήγησαν σε πολυσχιδείς αναζητήσεις και δραστηριότητες, οι οποίες, πέραν της ζωγραφικής, επεκτείνονται στην ανακάλυψη και τη μελέτη της κυπριακής φύσης, επίγειας και υποθαλάσσιας, στη συγγραφή, στη φωτογραφία, στην ίδρυση μουσείων και πολλά άλλα. Στοιχεία από τα ενδιαφέροντά του αυτά βρίσκει κανείς στις μετέπειτα καλλιτεχνικές του δημιουργίες. Πολλά καταγράφονται παραστατικά και με γλαφυρότητα στο βιβλίο του "My Boat Κ.31", που αποτελεί μια νοσταλγική περιδιάβαση στις ακτές και τις παραλίες της Κύπρου της δεκαετίας του '60.
Το Μουσείο Θαλάσσιας Ζωής, στην Αγία Νάπα και το Μουσείο Παλαιοντολογίας, στη Λάρνακα, πού ίδρυσε μαζί με τον διακεκριμένο συμπολίτη μας Δημήτρη Πιερίδη, ιδρυτή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στην Κύπρο και την Ελλάδα, είναι επίσης αποτέλεσμα των αναζητήσεων αυτών.
Η συνεισφορά του στον πολιτισμό, και προς τον τόπο γενικότερα, αναγνωρίζεται από το Κράτος, με την απονομή του μεταλλίου πολιτιστικής προσφοράς "Στασίνος" το 2011. Η αναγνώριση, όμως, προς το έργο του έρχεται και από το εξωτερικό, από την Ιαπωνία, με την έκφραση συγχαρητηρίων προσωπικά από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα Hirohito για το έργο του "Mediterranean Sea Shells, Cyprus".
Τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1974 σημάδεψαν έντονα τον Γιώργο και το έργο του. Η επίδραση είναι εμφανής και άμεση, αφού αποτυπώνει τις πλέον δραματικές πτυχές της τραγωδίας: τους αγνοούμενους, την προσφυγιά, τις μνήμες των κατεχομένων εδαφών, τον πόθο για επιστροφή, τον Πενταδάκτυλο.
Τα χρώματα, πάντοτε έντονα και ζωηρά, χαρακτηριστικό και της προ-1974 περιόδου, εκφράζουν την απόγνωση και τον πόνο των ανθρώπων. Από τις μορφές τους πηγάζει μια θλίψη, ένας φόβος και κάποτε-κάποτε μια αγριάδα.
Ταυτόχρονα, όμως, με τους φόβους και τις ανησυχίες, αναδύεται από τα έργα και μια, έστω αμυδρή, ελπίδα και προσδοκία για ένα καλύτερο αύριο, όπως εξ άλλου προϊδεάζει και ο τίτλος της έκθεσης, «Ελπίδα για την Κύπρο».
Οι πιο πρόσφατες δημιουργίες του βρίσκουν την έμπνευσή τους κυρίως στις κατεχόμενες περιοχές. Η άρση από το τουρκοκυπριακό καθεστώς, της απαγόρευσης διακίνησης προς τα κατεχόμενα, τον Απρίλιο του 2003, επιτρέπει στον Γιώργο να ξαναγυρίσει, μετά από τριάντα σχεδόν χρόνια, στα μέρη που έζησε νέος και να εμπνευσθεί από τη σκληρή πραγματικότητα της κατοχής και της βίαιης διαίρεσης του νησιού. Επισκέπτεται πόλεις και χωριά στην κατεχόμενη Κύπρο και ζωγραφίζοντας τοπία και πρόσωπα, επιστρέφει νοερά και ξαναζεί τις δεκαετίες του '60 και του '70.
Η αγωνία του Balthus εκφράζεται στα μετά το 1974 έργα του, με την αβεβαιότητα για το μέλλον, τη θλίψη, το άγχος και τον φόβο που αποτυπώνει στα πρόσωπα και στις φιγούρες που απεικονίζει με κατά κανόνα μουντά χρώματα, σε αντίθεση με τα έντονα και ζωηρά, τα "χαρούμενα" χρώματα του κυπριακού τοπίου, που δεν θα μπορούσαν να μην είναι τα ίδια και από την άλλη πλευρά της γραμμής αντιπαράταξης.
Η δυνατότητα επίσκεψης και περιδιάβασης στην κατεχόμενη πατρίδα, αναζωπυρώνει στον Γιώργο την ελπίδα και την έντονη επιθυμία της επιστροφής και της επανένωσης, όπως μπορεί κανείς να διακρίνει μέσα από κάποιες χαρούμενες μορφές που παρουσιάζει. Της επανένωσης που θα επιτρέψει σε όλους τους Κυπρίους, Έλληνες και Τούρκους, να ατενίσουν ξανά με εμπιστοσύνη και αισιοδοξία το κοινό μέλλον στη γενέθλια τους γη, απαλλαγμένοι από το βάρος της ξένης στρατιωτικής κατοχής.
Αυτή του την αισιοδοξία εξέφρασε πρόσφατα πολύ απλά, λέγοντας ότι "Επιβιώσαμε τόσες χιλιετηρίδες από τόσους κατακτητές και τόσες κακουχίες. Κάπως θα βρούμε τον τρόπο να επιβιώσουμε πάλι". Όπως δήλωσε ο ίδιος, προσδιορίζοντας την τεχνοτροπία του, "ο συμβολικός εξπρεσιονισμός εκφράζει καλύτερα από τις λέξεις την αγωνία της πολύχρονης αναμονής και την ελπίδα της επιστροφής". Άλλοι τον έχουν κατατάξει στην κατηγορία των ναΐφ δημιουργών. Χαρακτηρισμός που ασφαλώς ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, με την έννοια ότι ο Γιώργος είναι ουσιαστικά αυτοδίδακτος και δεν ακολουθεί τα καθιερωμένα αισθητικά πλαίσια και κανόνες.
Σε σύγκριση, επίσης, με άλλους γνωστούς ναΐφ ζωγράφους, στην Κύπρο και στη μητροπολιτική Ελλάδα, διαφοροποιείται με την αδρότητα και τη διαύγεια των πινελιών του και την αποφυγή της υπερβολικής λεπτομέρειας.
Ο καλλιτέχνης έχει ήδη εκθέσει ατομικά, εκτός της Κύπρου, στο Λονδίνο και το Βερολίνο. Έλαβε επίσης μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, αποσπώντας κατά κανόνα θετικές κριτικές.
Η έκθεση που παρουσιάζεται σήμερα στο αθηναϊκό κοινό θα ήταν πιστεύω χρήσιμο να παρουσιασθεί και σε άλλες πρωτεύουσες, γιατί, πέραν της καλλιτεχνικής της αξίας, εκπέμπει και τα κατάλληλα πολιτικά μηνύματα. Ο Γιώργος Τορναρίτης υπήρξε πάντοτε οραματιστής. Από παιδί μέχρι σήμερα, που διάγει αισίως την 8η δεκαετία μιας γεμάτης από δημιουργική δράση και προσφορά προς τον τόπο του ζωής.
Μαζί του με συνδέουν ιδιαίτεροι δεσμοί. Εκτός της κοινής μας καταγωγής από τη Λεμεσό, με τον γιό του και αγαπητό μου φίλο Νίκο, διακεκριμένο κοινοβουλευτικό και πολιτικό άνδρα, είμαστε η τρίτη γενιά που διατηρούμε την παράδοση μίας μακράς οικογενειακής φιλίας, που ξεκίνησε με τους παππούδες μας και συνεχίζεται. Είναι και γι' αυτόν ιδιαίτερα τον λόγο που ανταποκρίθηκα με χαρά στην παράκληση του Γιώργου να εγκαινιάσω σήμερα την έκθεσή του.
Το κάνω με τιμή και αγάπη προς ένα άνθρωπο που προσφέρει εδώ και δεκαετίες προς τον τόπο του. Είναι μια ελάχιστη ένδειξη αναγνώρισης και ευγνωμοσύνης για την ανιδιοτελή προσφορά του προς την Κύπρο και την αγάπη του προς την ιδιαίτερή του πατρίδα.